Η μουσική αγωγή του παιδιού επιτυγχάνεται μέσα από μουσικές δραστηριότητες όπως: η φωνή-ο λόγος-το τραγούδι, η κίνηση, η χρήση μουσικών οργάνων, η ελεύθερη-αυτοσχέδια γραφή της μουσικής, η μουσική ακρόαση, τα μουσικά παιχνίδια, οι ρυθμικές και μελωδικές επενδύσεις, η μίμηση και η δραματοποίηση, τα μουσικά παραμύθια. Αυτές είναι και τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Ορφ για να προσεγγίσει τη μουσική εκπαίδευση. Για τον Ορφ θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Ας δούμε πρώτα πιο αναλυτικά αυτά τα βασικά στοιχεία της μουσικοκινητικής αγωγής.
1) Ο ρυθμικός και ο μελισματικός λόγος, με το ρυθμό και τη μελωδία που απορρέουν από την εκφορά τους, αποτελούν σημαντικά στοιχεία του συστήματος. Ο Ορφ, έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο στοιχείο του λόγου όταν προσάρμοζε τις αρχικές του ιδέες στις εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών, γιατί πίστευε ότι το σταδιακό πέρασμα από τα λεκτικά σχήματα – στις ρυθμικές δραστηριότητες, από το τραγούδι και την κίνηση – στα μουσικά όργανα, είναι η πιο αβίαστη και φυσική διαδοχή ολοκληρωμένων μουσικών εμπειριών.
Ο έμφυτος ρυθμός της μητρικής γλώσσας των παιδιών, χρησιμοποιείται ως αφετηρία για την παραπέρα εξερεύνηση του ρυθμού, της μουσικής και της κίνησης. Ο λόγος ως μέσο, χρησιμοποιείται για τη μελέτη των φθόγγων, των φωνημάτων, ύστερα ακολουθούν λέξεις, προτάσεις, ποιήματα, παροιμίες, γνωμικά και κατόπιν γλωσσοδέτες και λαχνίσματα.
Αυτό το ταξίδι στο λεκτικό βασίλειο των παιδιών, πέρα από τη σωστή χρήση του προφορικού λόγου, προσφέρει απεριόριστες δυνατότητες για μουσικούς και ρυθμικούς πειραματισμούς – αυτοσχεδιασμούς. Ακόμη αποκαλύπτει, τη δυναμική που απορρέει από τη μελισματική εκφορά του λόγου ή τη ρυθμική αρμονία που κρύβει ο έμμετρος λόγος. Η μουσική συνδέει τη γλωσσική φόρμα με το νόημα της λέξης και τη χειρονομία. Η φυσική συνέχεια του ρυθμικού και μελισματικού λόγου, είναι το τραγούδι. Τα παιδιά, από τη βρεφική κιόλας ηλικίας τραγουδούν. Το κλάμα του μωρού δεν είναι τίποτε άλλο από μία ιδιότυπη μελωδική γραμμή, πάνω σε «στίχους» ενός ή δύο φθόγγων, κυρίως φωνηέντων.
Η άμεση σχέση του λόγου με το τραγούδι, είναι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας που υπαγορεύει την ένταξη του πρώτου, στο σύνολο των εκπαιδευτικών – μουσικών δραστηριοτήτων. Πολλές φορές τα όρια απαγγελίας – τραγουδιού αλληλοεπικαλύπτονται. Αυτό όμως, δε μειώνει καθόλου την αξία του προφορικού λόγου – ρυθμικού ή μελισματικού – ως μέσου αισθητικής καλλιέργειας των παιδιών γενικότερα.
Το τραγούδι στο νηπιαγωγείο πρέπει να είναι ευχάριστο στο άκουσμα, με απλή μελωδική γραμμή, ξεκάθαρα ρυθμικά σχήματα, απλό στίχο και περιεχόμενο ανάλογο των ενδιαφερόντων και των βιωμάτων τους. Τα περισσότερα παιδιά τραγουδούν αυθόρμητα. Η πρώτη μελωδική δοκιμή γίνεται ακόμα χωρίς να συνειδητοποιούν τη διαφορά του τονικού ύψους και την ακριβή κίνηση της μελωδίας. Μιμούνται και συμμετέχουν κατά προσέγγιση δεδομένα τραγούδια με βασικό στήριγμα τον λόγο και το ρυθμό του. Το τραγούδι αποτελεί τη πιο άμεση εκφραστική μας ικανότητα, αναπτύσσει τη μουσικότητα, εκτονώνει συναισθηματικά και ηρεμεί. Όταν λειτουργεί μαζί με τα μουσικά όργανα βοηθάει στην απόκτηση ανεξαρτησίας της φωνής και των χεριών, της τεχνικής στα μουσικά όργανα.
Το τραγούδι διακρίνεται, ως προς το περιεχόμενο, σε: Παιδαγωγικό (καλλιεργεί τα ανθρωπιστικά ιδεώδη στην ψυχή του παιδιού), Ψυχαγωγικό (αποσκοπεί στη διασκέδαση/ψυχαγωγία του παιδιού), Φυσιολογικό (συντελεί στις σωστές ψυχοκινητικές δραστηριότητές του, π.χ. αναπνοή), Πατριωτικό (εμπνέει στο παιδί την αγάπη για την πατρίδα του), Θρησκευτικό (για τη θρησκευτική συνείδηση του παιδιού), Κοινωνικό (συντελεί στην ανάπτυξη της κοινωνικότητας, του αισθήματος ευθύνης και πειθαρχίας του παιδιού) και Καλλιτεχνικό (αφυπνίζει τις πρώτες καλλιτεχνικές του τάσεις).
Το πιο σπουδαίο μουσικό όργανο που έχουμε όλοι μαζί μας είναι η φωνή. Τραγουδώντας οι άνθρωποι όλων των λαών της γης έχουν φτιάξει, από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι σήμερα, μερικές από τις ωραιότερες μουσικές που έχουν γίνει ποτέ. Από μικρή ηλικία τα παιδιά μαθαίνουν στιχάκια, αινίγματα, παροιμίες, λαχνίσματα και γλωσσοδέτες αργότερα. Συνηθίζουν στη ρυθμική απαγγελία που προκύπτει αβίαστα από τον τονισμό των λέξεων και τον παλμό της ομοιοκαταληξίας. Ο ρυθμός του λόγου, οι διακυμάνσεις στην ένταση της φωνής, η έμφαση στην εκφορά των λέξεων, η επανάληψη, η επιβράδυνση και επιτάχυνση λέξεων μας παραπέμπουν στις μουσικές έννοιες του μέτρου, των ρυθμικών σχημάτων, της δυναμικής, του τόνου, της δομής. Απ’ αυτήν την άποψη το τραγούδι μπορεί να είναι: με συνοδεία οργάνων, χωρίς συνοδεία οργάνων (όπως συμβαίνει με τη Βυζαντινή μουσική που ψάλλουν στην εκκλησία μας), με λόγια (στίχους δηλαδή), αλλά και χωρίς λόγια όπου η φωνή τραγουδάει μόνο μια μελωδία σαν ένα μουσικό όργανο, χορωδιακό τραγούδι όπου πολλές φωνές τραγουδούν μαζί, τραγούδια που τα λένε χορεύοντας ή παίζοντας θέατρο (όπως συμβαίνει στην όπερα) κ.α.
Η εκπαιδευτικός επιλέγει ανάμεσα σε ένα πλήθος ωραίων τραγουδιών κάθε είδους (δημοτικών, ρεμπέτικων, έντεχνων, τζαζ, ροκ, σύγχρονης μπαλάντας, διαφορετικών περιόδων και πολιτισμών κλπ). Δεν περιοριζόμαστε σε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, για παράδειγμα δεν βάζουμε στα παιδιά να ακούνε μόνο κλασσική ή μόνο παιχνιδοτράγουδα αλλά τους προσφέρουμε την ποικιλία ώστε να καταλάβουν ότι υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να εκφραστεί κανείς με τη μουσική. Μια δραστηριότητα που θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ ενδιαφέρουσα θα ήταν να έβρισκε η παιδαγωγός τραγούδια άλλων μουσικών παραδόσεων τα οποία μιλούν για τα ίδια πράγματα με αντίστοιχα ελληνικά τραγούδια (π.χ. νανουρίσματα, ταχταρίσματα, λαχνίσματα κλπ).
Μαθαίνοντας ένα τραγούδι που τους αρέσει, η παιδαγωγός πρέπει να γνωρίζει τα βήματα που θα ακολουθήσει και να έχει βεβαιωθεί ότι τους αρέσει αρκετά ώστε να θέλουν να το ακούσουν αρκετές φορές για να το μάθουν. Αρχικά το ακούν απλά. Η παιδαγωγός τα παρακινεί να κάνουν υποθέσεις για το ποια μουσικά όργανα ακούγονται σ’ αυτό το τραγούδι. Το ακούνε για δεύτερη φορά και τα ενθαρρύνει να χτυπάνε το ρυθμό (πχ παλαμάκια). Χαμηλώνουν την ένταση της μουσικής και τα προτρέπει να ακούσουν προσεκτικά τα λόγια του τραγουδιού. Μετά συζητούν για το περιεχόμενό του, ποιος το έγραψε και γιατί, τι θέλει να μας πει κλπ. Έπειτα τα παιδιά χωρίζονται σε 2 ομάδες: των τραγουδιστών και των μουσικών. Η ομάδα των τραγουδιστών δοκιμάζει να τραγουδήσει το τραγούδι και η ομάδα των μουσικών συνοδεύει χτυπώντας το ρυθμό (πχ με παλαμάκια ή με μουσικά όργανα). Οι 2 ομάδες μπορούν να αλλάζουν ρόλους. Σε επόμενη εκτέλεση οι μουσικοί γίνονται τραγουδιστές και οι τραγουδιστές μουσικοί.
2) Η κίνηση είναι πολύ σημαντικό στοιχείο της μουσικο-κινητικής αγωγής. Χωρίς αυτήν θα είχαμε μόνο μουσική αγωγή, εκμάθηση δηλαδή των μουσικών εννοιών, των 7 φθόγγων, της γραφής τους στο πεντάγραμμο, θα μαθαίναμε να παίζουμε π.χ. φλογέρα όπως γίνεται σε ένα ωδείο. Όμως στο νηπιαγωγείο και στον παιδικό σταθμό, η κίνηση είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας. Τα παιδιά κινούνται διαρκώς, έχουν απίστευτη ενεργητικότητα και αν δεν τα βοηθήσουμε μέσα από δραστηριότητες να διοχετεύσουν την ενέργειά τους σε εποικοδομητικές ασχολίες (έμμεση μάθηση μέσα από το παιχνίδι), τότε αυτή πολύ πιθανόν να διοχετευθεί σε εχθρικές πράξεις π.χ ξυλοδαρμούς εναντίον άλλων παιδιών. Τόσο σημαντική είναι η κίνηση. Μέσα από αυτήν το παιδί μαθαίνει να συντονίζει τις κινήσεις του, κι αυτό είναι απαραίτητο για τη δόμηση του Σωματικού του Σχήματος (εικόνας για το σώμα του).
Οι κινήσεις που δοκιμάζουμε από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας για να ανακαλύψουμε τον κόσμο είναι ένα γνωστό και αγαπημένο πεδίο ατελείωτων πειραματισμών για τα παιδιά, μια έμφυτη ανάγκη. Οι ίδιες κινήσεις, περπάτημα, τρέξιμο, στροφή, τέντωμα, σπρώξιμο, τράβηγμα, σύρσιμο, άλμα χρησιμοποιούνται στη μουσικοκινητική με τη λιτή συνοδεία ενός τυμπάνου ή μικρών κρουστών οργάνων και μας οδηγούν να νιώσουμε στη πράξη τις ρυθμικές αξίες, τις παύσεις, τα μέτρα, τη δυναμική, τη φόρμα. Μέσα από τη κίνηση γνωρίζουμε τις μουσικές έννοιες, ξεχωρίζουμε τον ήχο μεγάλης διάρκειας από τον κοφτό, συνειδητοποιούμε ψηλές και χαμηλές νότες, αντιδρούμε στο γρήγορο και στο αργό. Μέσα από τη κίνηση συνειδητοποιούμε το σώμα μας και τις δυνατότητές του, απελευθερωνόμαστε, εκφράζουμε συναισθήματα, αντιλαμβανόμαστε το χώρο που μας περιβάλλει. Μέσα από την ομαδική κινητική δράση συντονιζόμαστε και επικοινωνούμε μεταξύ μας, αντιδρούμε και συνεργαζόμαστε, οδηγούμε και ακολουθούμε. Μέσα από πολλαπλά κινητικά παιχνίδια οξύνουμε την παρατηρητικότητα και αναπτύσσουμε την προσωπική φαντασία και εκφραστικότητα.
Στη μουσικοκινητική φτιάχνουμε απλά κινητικά μοτίβα για να συνοδεύσουμε τη μουσική, ενώ άλλες φορές η κίνηση δίνει την αφορμή για να φτιαχτεί μουσική. Ανάλογα με τον στόχο που θέλουμε να επιτύχουμε χρησιμοποιούμε την κίνηση για χαλάρωση ή εκτόνωση, έκφραση, αυτοσχεδιασμό ή αναπαράσταση.
Τα παιδιά, από πολύ μικρή ηλικία επιδίδονται σ’ ένα σύνολο αυθόρμητων κινητικών δραστηριοτήτων με όλο τους το σώμα ή με κάποια μέλη του. Αυτές οι κινήσεις, που συχνά έχουν και ηχηρό αποτέλεσμα (παλαμάκια, κτυπήματα ποδιών, επιφωνήματα), μοιάζουν σαν ένα ανεπιτήδευτο παιχνίδι. Ωστόσο, μπορούν να αποτελέσουν ένα σημαντικό έναυσμα για την αρχή μιας ρυθμικής – μουσικής αγωγής.
Η κίνηση φυσικά δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά ένα μέσο για τη μουσική και αισθητική ανάπτυξη των παιδιών. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται, μέσα στα πλαίσια μιας δημιουργικής ανάπτυξης των κινητικών δραστηριοτήτων των νηπίων, δεν είναι άλλες από αυτές της μίμησης, της εξερεύνησης, του αυτοσχεδιασμού και της συσχέτισης της μουσικής σημειογραφίας με τη σημειολογία του σώματος. Λόγω αυτής της παιδαγωγικής επικάλυψης, η μουσική και η κίνηση, αλληλοσυμπληρώνονται, με στόχο ή αποτέλεσμα ενίοτε, ένα ολοκληρωμένο μουσικοκινητικό δρώμενο.
3) Η χρήση μουσικών οργάνων στις περισσότερες περιπτώσεις είναι για την παιδαγωγό υπόθεση ρουτίνας εφόσον παρέχονται από το νηπιαγωγείο διάφορα τυμπανάκια, μαράκες, κουδουνάκια, τριγωνάκια, ντέφια, ξυλόφωνα, μεταλλόφωνα κλπ. Σε άλλες περιπτώσεις έχουμε την κατασκευή αυτοσχέδιων μουσικών οργάνων. Τα όργανα χρησιμοποιούνται, στις δραματοποιήσεις των τραγουδιών είτε συνοδεύοντας το ρυθμό, είτε επενδύοντας μουσικά με ήχους των εικόνων που δημιούργησαν τα παιδιά.
Στην επαφή των παιδιών με τα κρουστά όργανα οι ηχηρές κινήσεις αποτελούν ένα πρώτο πεδίο εξερεύνησης του ήχου, του ρυθμού και της κίνησης που το παράγει, μια προπαρασκευή για το παίξιμο των οργάνων. Παλαμάκια, στράκες με τα δάχτυλα, χτύποι στα πόδια, τους μηρούς, αλλά και ήχοι με το στόμα μας δίνουν ποικιλία στο ηχόχρωμα. Βοηθούν στην εξάσκηση της ακουστικής παρατηρητικότητας, της ετοιμότητας, της συγκέντρωσης, στην απόκτηση συντονισμού της κίνησης και στην εξοικείωση με το ρυθμό. Επόμενο βήμα είναι η εξερεύνηση των μικρών κρουστών οργάνων που μας οδηγούν σταδιακά και στα μελωδικά κρουστά τα μεταλλόφωνα και τα ξυλόφωνα. Τα πρώτα κομμάτια είναι τονικά απλά και συνοδεύονται εύκολα με ένα ισοκράτη σε ντο-σολ. Σύντομα τα παιδιά θα εξοικειωθούν με το σωστό κράτημα και χτύπημα της μπαγκέτας που παράγει το επιθυμητό ήχο. Με τη χρήση μιας πεντατονικής κλίμακας τα παιδιά μπορούν να αυτοσχεδιάζουν ελεύθερα αφού δεν θα υπάρχει συνήχηση που θα χαλάσει το αρμονικό άκουσμα. Σε αυτό το στάδιο τα παιδιά ενθαρρύνονται να παίζουν μιμητικά και από μνήμη προκειμένου να αποκτήσουν μια πραγματικά δική τους προσωπική σχέση με το όργανο, τους ήχους και την αμεσότητα της έκφρασής τους.
Η κατασκευή μουσικών οργάνων προσφέρει πολλά στο παιδί, και πάνω απ’ όλα τη χαρά της δημιουργίας, που για να τη νιώσει δε χρειάζεται ακριβά όργανα ή τέλειες μουσικές γνώσεις. Όταν κατασκευάζουν τα παιδιά ένα μουσικό όργανο, ο καταμερισμός της εργασίας είναι πολύ βασικός. Αναλαμβάνουν να φέρουν κάτι σε πέρας μαζί, επιστρατεύουν γι αυτό το κοινό στόχο όλες τις δεξιότητές τους και μαθαίνουν να συνεργάζονται. Καλό είναι η δουλειά να μη γίνεται από τον ενήλικα και να μη δίνονται έτοιμα όλα στα παιδιά, αλλά να δουλεύουν τα ίδια τα παιδιά ώστε στο αποτέλεσμα της διαδικασίας να αναγνωρίζει ο καθένας ένα κομμάτι του εαυτού του. Όταν συμβαίνει αυτό, έχουν ένα παραπάνω κίνητρο για να μάθουν να το χρησιμοποιούν.
Αυξάνεται η δεκτικότητά τους και συμμετέχουν πιο δημιουργικά κι ουσιαστικά στο μάθημα της μουσικής. Βέβαια τα έχουμε φέρει σε επαφή προηγουμένως με υπαρκτά μουσικά όργανα. Γνωρίζουν ότι υπάρχουν πχ πληκτροφόρα έγχορδα όπως το πιάνο, έγχορδα με δοξάρι όπως το βιολοντσέλο και το κοντραμπάσο, άλλα χορδόφωνα όπως η κιθάρα, ξύλινα πνευστά / αερόφωνα όπως το όμποε, το φαγκότο και το κλαρίνο, έγχορδα που τα χτυπάμε (κρουόμενα) όπως το σαντούρι κλπ. Εννοείται ότι ξέρουν πώς ακούγεται καθένα από αυτά τα όργανα, το έχουν δει σε φωτογραφίες και, αν είναι δυνατόν, το έχουμε φέρει στην τάξη να το δουν από κοντά. Οξύνεται η φαντασία και η παρατηρητικότητά τους καθώς χρησιμοποιούν για την κατασκευή τους ως πρότυπα τα υπαρκτά μουσικά όργανα, επισημαίνουν τα απαραίτητα μέρη του οργάνου, μαθαίνουν τη χρήση των εργαλείων που θα χρησιμοποιήσουν και το πώς το μουσικό όργανο που θα κατασκευάσουν θα βγάλει ήχο. Δεν αρκεί η κατασκευή τους να έχει πρωτότυπη εμφάνιση ή πλούσια διακόσμηση. Πρέπει απαραίτητα να βγάξει και ήχο.
Ο ήχος παράγεται με τη δόνηση ενός σώματος. Τέτοιου είδους σώματα μπορούν να είναι η χορδή, ο αέρας, μια μεμβράνη δέρματος, το ξύλο, η πέτρα, το γυαλί, το μέταλλο. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ήχου είναι το τονικό ύψος(οξύτητα), η ένταση (δυναμική), η διάρκεια και το ηχόχρωμα (χροιά). Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι και κριτήρια για την κατασκευή μας. Η γνώση αυτή μας χρησιμεύει όταν κληθούμε να ‘διδάξουμε’ στα παιδιά τα χαρακτηριστικά του ήχου, να προκαλέσουμε δηλαδή το ενδιαφέρον τους και να φροντίσουμε να τα αντιληφθούν βιωματικά. Αυτό σημαίνει πως ο τρόπος που θα επιλέξουμε να προσεγγίσουμε τις έννοιες του ήχου, πρέπει να είναι κοντά στα ενδιαφέροντα και στα βιώματα των παιδιών. θα έχουμε στη διάθεσή τους ήχους διαφορετικής οξύτητας, παρμένους από την καθημερινότητα. Θα βοηθήσουμε τα παιδιά να διακρίνουν μεταξύ δυνατών και σιγανών ήχων (πχ χτυπώντας το τυμπανάκι πότε δυνατά για να τρέχουν, και πότε σιγά για να περπατάνε) ώστε να βιώσουν την ένταση. Για να αντιληφθούν τη διάρκεια θα χρησιμοποιήσουμε ένα πληκτροφόρο όπως ένα μικρό αρμόνιο, και θα δούμε πώς ακούγεται το πλήκτρο αν το πιέσουμε μια φορά και μετά τ’ αφήσουμε, και πόσο διαφορετικά ακούγεται το ίδιο πλήκτρο αν το κρατήσουμε για λίγη ώρα πιεσμένο. Για τη χροιά μπορούμε να ακούσουμε μια νότα στο μεταλλόφωνο και την ίδια νότα στη φλογέρα, και να συγκρίνουμε τα 2 ακούσματα.
Για να αποδοθεί το μέγιστο του ήχου ενός σώματος, πρέπει να μην παρεμποδίζεται η δόνησή του, πρέπει να ακουμπά δηλαδή σε μέσα που δεν απορροφούν τους κραδασμούς, πχ σε λάστιχο, αφρολέξ, σφουγγάρι, τσόχα. Όσο μεγαλύτερο είναι ένα σώμα τόσο βαρύτερο ήχο παράγει και, αντίθετα, όσο μικρότερο είναι τόσο οξύτερο ήχο παράγει. Ανάλογα με το είδος οργάνου που θέλουμε να κατασκευάσουμε, ο ήχος παράγεται με διαφορετικό τρόπο. Π.χ. στα έγχορδα ο ήχος παράγεται από χορδές. Στα πνευστά ο ήχος παράγεται με το φύσημα αέρα και στα κρουστά παράγεται με κρούση.
Κάθε παιδί οποιασδήποτε ηλικίας, όταν πάρει στα χέρια του ένα μουσικό όργανο, νιώθει την ανάγκη να πειραματισθεί μαζί του και να αυτοσχεδιάσει. Το μουσικό αποτέλεσμα αυτών των αυτοσχεδιασμών, μπορεί να μην είναι πολύ ευχάριστο, από μουσικής πλευράς, ικανοποιεί όμως μια δυνατή επιθυμία του παιδιού, να δημιουργήσει μουσικά. Στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό με όργανα, δεν υπάρχει περιορισμός στο τι θα μπορούσαν να ανακαλύψουν τα παιδιά. Όταν οι πειραματισμοί πάρουν μια συγκεκριμένη μουσική μορφή, καλό είναι να ηχογραφούνται έτσι ώστε τα παιδιά να έχουν τη δυνατότητα να ακούν αυτό που δημιούργησαν, να το σχολιάζουν και ακόμη να γίνεται αφετηρία για καινούργιες ιδέες και περαιτέρω αυτοσχεδιασμό.
Αυτοσχεδιασμός με τη φωνή και τα μουσικά όργανα. Άπλα σχήματα λόγου, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για μελωδικούς αυτοσχεδιασμούς με τη φωνή και τα μουσικά όργανα. Π.χ Δουλεύοντας σε ζευγάρια ή μικρές ομάδες, μπορούν να κάνουν ερωτήσεις-απαντήσεις μεταξύ τους. Π.χ Πως σε λένε; Άννα. Που πας; Στο σχολείο. Οι μεγαλύτερες προτάσεις ενθαρρύνουν τη δημιουργία μελωδιών με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Π.χ στίχοι από ποιήματα κ.λ.π είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για μελοποίηση.
Όταν ένα ρυθμικό παιχνίδι ή κάποιο τραγούδι συνοδεύεται από τα όργανα που κατασκεύασαν τα ίδια τα παιδιά, ενισχύεται το ενδιαφέρον τους για τη μουσική.
Για να βγάλει ήχο η κατασκευή μας πρέπει πρώτα να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα υλικά / εργαλεία. Τα όργανα αυτά κατασκευάζονται από αντικείμενα που βρίσκονται γύρω μας ή από φυσικά υλικά όπως το καλάμι. Τα μεγέθη, τα σχήματα και η πυκνότητα των υλικών διαφέρουν από κομμάτι σε κομμάτι. Η βασική ιδέα είναι να εκμεταλλευόμαστε τα υλικά που βρίσκουμε γύρω μας και που συνήθως είναι για πέταμα. Υπολείμματα ξύλων, μετάλλων, άδεια κουτιά, λάστιχα κλπ αποτελούν τη βάση για να γίνουν τα μουσικά μας όργανα. Φυσικά όσο λιγότερα εργαλεία χρησιμοποιούμε τόσο πιο απλές ηχητικές κατασκευές κάνουμε. Όπως είναι κατανοητό, με την κατασκευή μουσικών οργάνων συνδυάζουμε τη μουσική με τα εικαστικά.
Οι κατασκευές μουσικών οργάνων είναι καλύτερα να γίνονται σε μικρές ομάδες δύο-τριών παιδιών. Καλό είναι να υπάρχει ένας ξεχωριστός χώρος για τα υλικά των κατασκευών. Ο/η παιδαγωγός πρέπει να έχει υπολογίσει τις κατασκευαστικές δυσκολίες, την ηλικία των παιδιών και να τα επιβλέπει πάντα καθώς χρησιμοποιούν τα εργαλεία, ώστε να μη γίνουν μικροατυχήματα. Κάποιες μικροεκδορές πάντως ίσως υπάρξουν, που συνήθως συμβαίνουν από έλλειψη προσοχής. Σε αυτή την περίπτωση, καλό θα είναι να υπάρχει ένα πρόχειρο φαρμακείο, που θα περιλαμβάνει: μερικούς αυτοκόλλητους επιδέσμους διαφόρων μεγεθών, αποστειρωμένες γάζες, λευκοπλάστη, οξυζενέ και ιώδιο.
Μερικά υλικά που μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους τα νήπια (5 ετών, όχι μικρότερα), είναι: λεπτό σύρμα χαλκού ή μαλακού μπρούτζου, σπάγκος βαμβακερός, σισάλ (ίνες φυτού) ή από άλλα φυτικά υλικά, κόλλες UHU κ.α.
Το τυμπανάκι είναι το πιο απλό στην κατασκευή του. Γίνεται με μία λεκάνη, μια γλάστρα πλαστική, μία κατσαρόλα ή κουτιά διαφόρων ειδών, μεγεθών και ποιοτήτων. Σκεπάζουν τα παραπάνω σκεύη με πλαστικό μουσαμά, με χοντρό νάιλον ή με δέρμα και τα δένουν σφιχτά, γύρω γύρω με σύρμα ή με πετονιά. Χτυπούν το τύμπανο με ξύλινη κουτάλα.
Μαράκες φτιάχνουμε από κουτιά και μπουκάλια διαφόρων ειδών και ποιοτήτων και μικροαντικείμενα όπως σπόρους, βόλους, χάντρες, κουμπιά, φακές, βότσαλα, άμμο κλπ. Βάζουν στα δοχεία μερικά από τα μικροαντικείμενα (μπορούν να βάλουν τα ίδια ή διαφορετικά σε κάθε δοχείο) και τα κλείνουν καλά.
Φλογέρες φτιάχνουν απλά με ένα ξερό καλάμι στο οποίο ανοίγουν μία ή περισσότερες τρύπες.
Αυλό / Φλογέρα του πάνα φτιάχνουν με μερικά κομμάτια καλαμιού σε διάφορα μήκη από 3-5 εκατοστά. Τα στερεώνουμε το ένα δίπλα στο άλλο με σπάγκο ή με μονωτική ταινία, έτσι ώστε οι άκρες να βρίσκονται στην ίδια ευθεία.
Η κιθάρα κατασκευάζεται με άδεια κουτιά παπουτσιών στο καπάκι των οποίων ανοίγουμε μια τρύπα. Στις άκρες κατά μήκος του κουτιού στερεώνουμε με συραπτικό τεντωμένα 5 λάστιχα διαφορετικού πάχους.
Καστανιέτες φτιάχνουν με ένα κομμάτι χαρτόνι 14cm X 4cm τσακισμένο ακριβώς στη μέση. Κολλάμε σε καθεμιά άκρη του χαρτονιού, από μισό καρύδι που του έχουμε αδειάσει την ψύχα. Φροντίζουμε οι 2 άκρες να βρίσκονται ακριβώς απέναντι ώστε να παράγεται ήχος ανοιγοκλείνοντας το χαρτόνι.
Για να φτιάξουμε Κουδούνια στερεώνουμε ένα τεντωμένο σχοινί ή σύρμα ή πετονιά, στις 2 άκρες μιας σφεντόνας. Από το τεντωμένο σχοινί μπορούμε μετά να κρεμάσουμε κλειδιά, γάντζους για κάδρα κλπ.
Μαντολίνο φτιάχνουμε αν αφαιρέσουμε τους σπόρους από το εσωτερικό μιας νεροκολοκύθας, και στο άνοιγμα που δημιουργούν στερεώσουμε πετονιά για χορδή.
4) Όταν μιλάμε για γραφή (ελεύθερη) της μουσικής δεν εννοούμε βέβαια να διδάξουμε στο 4χρονο να σημειώνει τις νότες στο πεντάγραμμο αλλά να ζωγραφίζει πώς θα απεικόνιζε τις νότες. Τα παιδιά έχουν δικό τους τρόπο να μετράνε π.χ το ύψος τους (‘η Γιώτα είναι 2 καλαμάκια πιο κοντή από τη Μαρία’), την απόσταση (‘το τραπέζι είναι 8 βήματα μακριά από την καρέκλα’)! Πριν οι παιδαγωγοί στο Δημοτικό συνήθως τα διδάξουν τον συμβατικό τρόπο για τα εκατοστά, τα μέτρα κλπ, έχουν τις δικές τους μονάδες μέτρησης. Στις πολύ μικρές ηλικίες δεν πρέπει να αποθαρρύνουμε τα παιδιά λέγοντάς τους ότι ‘δεν είναι σωστό’ να μετράνε το ύψος τους σε καλαμάκια αλλά να δίνουμε έμφαση στο ότι προς το παρόν διαπιστώνουν την αναγκαιότητα να μετρήσουν. Τι μονάδα χρησιμοποιούν γι αυτό το σκοπό δεν μας απασχολεί ακόμη. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική. Σκοπός μας είναι να οδηγήσουμε τα παιδιά στη διαπίστωση ότι πρέπει με κάποιο τρόπο να απεικονίσουν στο χαρτί αυτό που ακούνε.
Όταν χτυπάμε το τυμπανάκι 2 φορές, θα είναι σημάδι ότι πετύχαμε το σκοπό μας αν τα παιδιά προσπαθήσουν με οποιοδήποτε τρόπο να ‘γράψουν’ τα 2 χτυπήματα και προβληματιστούν για το πώς θα το κάνουν ώστε ο Γιάννης που λείπει να καταλάβει ότι χτυπήσαμε το τυμπανάκι 2 φορές, ώστε να θυμόμαστε τι παίξαμε στο τυμπανάκι και μετά από λίγες μέρες κλπ. Το κίνητρο μπορεί να είναι οτιδήποτε ενεργοποιεί τα παιδιά τη δεδομένη στιγμή. Ο προβληματισμός αυτός είναι ένας μακροπρόθεσμος στόχος. Δεν κάνουμε δηλαδή σήμερα μια δραστηριότητα να ζητάμε από τα παιδιά να καταγράψουν όπως θέλουν αυτό που παίζουμε, ενώ αύριο το έχουμε ξεχάσει. Τα παιδιά θα προβληματιστούν σήμερα, θα απεικονίσουν με τον τρόπο τους τα 2 χτυπήματα (π.χ ζωγραφίζοντας 2 καρδούλες), αλλά αύριο που ο Γιάννης δε θα καταλαβαίνει ότι πρόκειται για χτυπήματα στο τυμπανάκι και που δε θα θυμόμαστε τι αφορούσε η ζωγραφιά, θα συνεχιστεί ο προβληματισμός. Θα αναγκαστούν τα παιδιά να τροποποιήσουν τη ζωγραφιά τους ώστε να καταλαβαίνουν όλοι ότι πρόκειται για χτυπήματα στο τυμπανάκι. Μπορεί για παράδειγμα να προσθέσουν στη ζωγραφιά τους ένα τυμπανάκι. Κι αν πάλι δεν καταλαβαίνουν, ας πούμε, τα παιδιά της διπλανής τάξης, ότι πρόκειται για μουσική, συνεχίζουν τις προσπάθειες. Όταν δούμε πως δεν μπορούν από μόνα τους να προχωρήσουν άλλο, όταν κοντεύουν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια τότε τους δίνουμε ερέθισμα για περαιτέρω προβληματισμό π.χ ‘μήπως να ζωγραφίζαμε τις 2 καρδούλες πάνω σε 5 ευθείες γραμμές;’, ‘και που θα ξέρουμε αν χτύπησε το τυμπανάκι γρήγορα ή αργά; Με τον ίδιο τρόπο θα ζωγραφίσω τα χτυπήματα στο τυμπανάκι είτε είναι γρήγορα είτε αργά;’ κλπ. Σε καμία περίπτωση όμως δεν δίνουμε έτοιμη την απάντηση ούτε ‘διδάσκουμε’ μουσική.
Στα μεγαλύτερα παιδιά, που του χρόνου θα πάνε στο Δημοτικό, δεν είναι ουτοπικό να μιλάμε για πεντάγραμμο και για νότες, ακόμη κι αν οι νότες με αξία ¼ απεικονίζονται σα γλαστράκια, οι νότες 4/4 σαν μήλα κλπ. Βασικό στοιχείο στη μουσική γραφή, είναι να αντιληφθούν τα μεγαλύτερα παιδιά ότι, η κάθε γραμμή και το κάθε διάστημα του πενταγράμμου αντιπροσωπεύουν και ένα διαφορετικό μουσικό ήχο. Βασική προϋπόθεση για την εκμάθηση της μελωδικής γραφής είναι η αντίληψη της τονικότητας (το διαφορετικό ύψος των ήχων) μέσω μελωδικών σχημάτων που δημιουργούνται με τη χρήση της φωνής κυρίως αλλά και με τη χρήση των μουσικών οργάνων.
Γενικά, η μουσική ανάγνωση και γραφή είναι μια δραστηριότητα που εισάγεται αφότου το παιδί αποκτήσει αρκετές εμπειρίες με τον ήχο μέσω των άλλων δραστηριοτήτων. Γι αυτό κάνουμε λόγο για παιδιά από 6 ετών. Για να αποκτήσουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν γραπτή γλώσσα της μουσικής, θα πρέπει καθένα:
· Να αναγνωρίζει τα σύμβολα για τη χρονική διάρκεια των ήχων
· Να γνωρίζει τα ονόματα των γραμμών και των διαστημάτων στο πεντάγραμμο.
· Να χρησιμοποιεί τα φθογγόσημα, να γνωρίζει τα ονόματα τους και να τα αναγνωρίζει στο πεντάγραμμο.
· Να αναγνωρίζει ρυθμικά και μελωδικά σχήματα και να μπορεί να τα εκτελεί.
· Να αναγνωρίζει όμοιες και διαφορετικές φράσεις σ΄ ένα τραγούδι.
· Να εκτελεί φωνητικά μελωδίες με τα ονόματα των φθογγόσημων.
· Να εκτελεί μουσική σε όργανα.
· Να αναγνωρίζει την κλίμακα στην οποία είναι γραμμένο ένα τραγούδι
· Να αποκτήσει την ικανότητα να ξεχωρίζει ακουστικά και οπτικά τις μείζονες και τις ελάσσονες κλίμακες.
· Να αναγνωρίζει τραγούδια από τη μουσική τους γραφή.
Η ακοή της μουσικής στα παιδιά προσχολικής ηλικίας έχει να κάνει με την παθητική και την ενεργητική ακρόαση. Παθητική μουσική ακρόαση εφαρμόζεται στα μικρά παιδιά μέχρι 4 ετών. Ακούμε ένα μουσικό κομμάτι ενώ κάνουμε κάτι άλλο π.χ ζωγραφίζουμε και δεν έχουμε το μυαλό μας στη μουσική που ακούγεται. Ενεργητική μουσική ακρόαση έχουμε στα νήπια όταν αρχίζουν να φαντάζονται κάτι κλείνοντας τα μάτια κι ακούγοντας το μουσικό κομμάτι, όταν προσέχουν τη μελωδική γραμμή, τα ρυθμικά στοιχεία, τη χροιά κ.α, όταν δείχνουν με κάποιο τρόπο ότι την παρακολουθούν. Τέτοιοι τρόποι μπορεί να είναι η κίνηση με το σώμα, η συνοδεία με παλαμάκια στο ρυθμό, ή με όργανα, και η καταγραφή, κυρίως με γραφική απεικόνιση.
Καθώς αυξάνεται η εξοικείωση των παιδιών με τους ήχους διαφορετικών μουσικών οργάνων, αυξάνεται και η ικανότητά τους να διακρίνουν ποιο όργανο ακούγεται. Ακούν ένα μουσικό κομμάτι, που το επιλέγει η εκπαιδευτικός, στο οποίο κυριαρχούν και διακρίνονται καθαρά οι ήχοι από ένα συγκεκριμένο μουσικό όργανο. Η εκπαιδευτικός παροτρύνει τα παιδιά να αναγνωρίσουν τους συγκεκριμένους ήχους και να το δηλώσουν με κάποιο τρόπο. Πχ. Όταν νομίζετε ότι ακούτε ήχους από βιολί μπορείτε να χτυπάτε παλαμάκια. Αργότερα η εκπαιδευτικός επιχειρεί τη γνωριμία των παιδιών με το άκουσμα ενός δεύτερου κι ενός τρίτου μουσικού οργάνου. Έτσι απαντούν σε ερωτήματα όπως ‘ποια μουσικά όργανα νομίζετε ότι έπαιξαν στο κομμάτι που ακούσαμε’.
Οι ακροάσεις έχουν σύντομη διάρκεια (30’’-60’’) και αν πρόκειται για μουσικά αποσπάσματα, επιλέγονται και ηχογραφούνται εκ των προτέρων από την παιδαγωγό. Πρέπει όλοι να συνειδητοποιούμε, ότι όταν ζητάμε από τα παιδιά να κινηθούν ελεύθερα ακούγοντας μουσική, ουσιαστικά τους ζητάμε:
-Να ελέγξουν μια συγκεκριμένη κίνηση.
-Να ακούσουν τη μουσική.
-Να συγχρονίσουν και τα δυο.
Αυτό είναι κατόρθωμα για τα παιδιά και δεν πρέπει να έχουμε μεγάλες απαιτήσεις ή τα κουράζουμε με μουσικές ακροάσεις άνω του ενός λεπτού.
Παρακάτω, αξίζει να παραθέσουμε απόψεις του Σ. Λέκκα (Καθηγητή Μουσικής Β/θμιας Εκ/σης Ν. Αχαΐας και Αρχιμουσικού- Μαέστρου της Μικτής Χορωδίας του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Γαστούνης Ηλείας):
Η Μουσική ακρόαση μέσα στην σχολική τάξη είναι μια πονεμένη ιστορία. Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα μέσα στην σχολική τάξη είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι. Όλοι θα έχουμε απογοητευθεί ή και εκνευριστεί που τα παιδιά μας γελάνε όταν τους βάζουμε να ακούσουν μια άρια από μια Σοπράνο. Αυτό που ακούνε τα παιδικά, ανεκπαίδευτα αυτιά τους είναι μια γυναίκα η οποία ουρλιάζει λες και της τραβάνε τα μαλλιά! Και τότε εμείς για να περισώσουμε το γόητρο του συνθέτη αλλά και του ερμηνευτή, συννεφιάζουμε, αγριεύουμε, τους μαλώνουμε επιθετικά, λες και φταίνε αυτά που όταν ακούνε κλασική μουσική δυσανασχετούν με τον όποιο τρόπο τους έλθει εκείνη τη στιγμή. Θα πρέπει λοιπόν να καταλάβουμε ότι η μουσική ακρόαση δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Με πιο απλά λόγια, η μουσική ακρόαση ενός έργου μέσα στη σχολική τάξη δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως εύκολη λύση για να ροκανίζουμε την διδακτική ώρα. Το μόνο το οποίο μπορούμε να καταφέρουμε με μεγάλη ευκολία είναι να δημιουργήσουμε τις λάθος προϋποθέσεις προσέγγισης αυτών των μουσικών κειμένων που άντεξαν, αντέχουν και θα αντέχουν στους αιώνες.
Έτσι, θα πρέπει να την θεωρήσουμε ως σημαντικό εργαλείο της δουλειάς μας, μέσω της οποίας μπορούμε να δώσουμε την μεγάλη ευκαιρία τους μαθητές μας να εκφραστούν με κάποιους τρόπους που θα αναφέρουμε πιο κάτω. Και κάτι ακόμα. Δικαίωμα στην διεύρυνση του ακουσματικού τους ορίζοντα έχουν όλοι οι μαθητές και των χωριών και των πόλεων. Εμείς, ως εκπαιδευτικοί και ως παιδαγωγοί έχουμε σκοπό την ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Με την ανάπτυξη της κριτικής, συγκριτικής και δημιουργικής σκέψης και με εφόδιο την μουσική και τις μεγάλες δυνατότητές της, μπορούμε να εξωτερικεύσουμε τη σπίθα της δημιουργικότητας , να την πολλαπλασιάσουμε και να την κάνουμε φλόγα. Μην ξεχνάμε ότι με την ανάπτυξη της δημιουργικής δυνατότητας των μαθητών μέσα από τις διάφορες ευκαιρίες που υπάρχουν ή που εμείς θα επινοήσουμε θα αναπτύξουμε σε αυτούς την έμπνευση και αυτό θα τους οδηγήσει στην ανακάλυψη νέων δυνατοτήτων, επαφών , σχέσεων και εμπειριών.
ΣΕ ΤΙ ΑΠΟΣΚΟΠΕΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΚΡΟΑΣΗ;
Αποσκοπεί στο να βοηθήσει το παιδί να αποκτήσει σταδιακά την απαιτούμενη ακουστική ευαισθησία για να διακρίνει διάφορους ήχους φυσικούς- τεχνικούς και να καλλιεργήσει και να αναπτύξει την ακουστική του ικανότητα, ώστε να επιδιώκει να ακούει μουσική.
Για να μπορέσουν όμως τα παιδιά ν΄ αναπτύξουν την δεξιότητα της ακρόασης θα πρέπει:
· Να συγκεντρώνονται: Να τους κινήσουμε το ενδιαφέρον σε αυτό που ακούνε.
· Να αντιλαμβάνονται αυτό που ακούνε: Να αναγνωρίζουν αρχικά και να διακρίνουν τους ήχους για να αποκτήσουν σταδιακά ηχητικό απόθεμα. Π.χ ήχοι που είναι κοντά – μακριά , ψηλοί ήχοι χαμηλοί ήχοι, ήχοι μεγάλης και μικρής διάρκειας, ένταση, χροιά του ήχου.
· Να θυμούνται αυτό που άκουσαν.
Αν επιτευχθούν τα παραπάνω θα είναι πιο εύκολο να θυμούνται αυτό που άκουσαν.
Τι μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές μας να γίνουν ενεργητικοί ακροατές της μουσικής ;
Το ηχητικό περιβάλλον: Να ακούσουν τους ήχους γύρω τους και να τους ενθαρρύνουμε να προσέχουν τους ήχους της καθημερινής ζωής. Τους ήχους αυτούς να μην τους ακούνε μόνο , αλλά να τους αναλύουν , να τους κρίνουν και να τους ταξινομούν σε ήχους δυνατούς, σιγανούς, ψηλούς, χαμηλούς, ωραίους. Ήχους που θέλουν να κρατήσουν και άλλους που δεν τους αρέσουν.
Οι δικές τους μουσικές δημιουργίες: Είναι σημαντικό να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να ακούνε με προσοχή τους ήχους που παράγουν ή με την φωνή τους ή με φωνή και ηχογόνα αντικείμενα και ύστερα τους δικούς τους ήχους σε συνδυασμό με τους ήχους που παράγονται από άλλα παιδιά.
Αυτός ο τρόπος είναι ένας αρχικός –βιωματικός τρόπος εκτέλεσης του ομαδικού τραγουδιού και της συνεργασιμότητας. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται συνεχής υπενθύμιση και μεγάλη επιμονή από τον παιδαγωγό για να αναπτύξουν τα παιδιά την σημαντική δεξιότητα της ακρόασης, γιατί πολλές φορές όταν παίζουν ένα όργανο και ειδικά φλογέρες, προσπαθούν μόνο να παράγουν μουσικούς ήχους χωρίς να καταβάλλουν προσπάθεια να τους ακούσουν. Γι΄ αυτό πρέπει οι μαθητές να ενθαρρύνονται να ακούν πρώτα την ποιότητα του ήχου που παράγουν. Επίσης όταν οι μαθητές τραγουδούν απλά εναρμονισμένα τραγούδια θα πρέπει να ενθαρρύνονται να ακούνε προσεκτικά ότι τραγουδούν και οι συμμαθητές τους. Καλό είναι κάποιες φορές να ηχογραφούμε αυτό που παρουσιάζουν τα παιδιά σε μία εκδήλωση και μετά να το κουβεντιάζουμε μαζί τους. Η ζωντανή μουσική που παίζει ο δάσκαλος, άλλα παιδιά ή μουσικοί που τους επισκέπτονται: Από την αρχή της σχολικής τους ζωής τα παιδιά πρέπει να συνηθίσουν να ακούνε τον καθηγητή όταν τραγουδά ή όταν παίζει σε μουσικό όργανο διάφορα τραγούδια. Πρέπει ακόμα να συνηθίσουν από νωρίς να ακούνε το τραγούδι των συμμαθητών τους ή το παίξιμο τους σε μουσικά όργανα είτε στην σχολική τάξη είτε σε κοινές σχολικές εκδηλώσεις.
ΑΚΡΟΑΣΗ ΗΧΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Ή ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΔΙΣΚΟ Ή C.D
Υπάρχουν ποικίλοι τρόποι με τους οποίους κάποιος μπορεί να προσφέρει μια μουσική ακρόαση στους μαθητές του. Πότε όμως μια ακρόαση μπορεί να θεωρηθεί πετυχημένη; Όταν ο εκπαιδευτικός γνωρίζει καλά τη μουσική που προσφέρει στους μαθητές του και όταν έχει αποφασίσει τα σημεία του έργου στα οποία θα καθοδηγήσει τα παιδιά. (Με απλά λόγια τίποτα δεν μπορεί να είναι τυχαίο).
ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΣΕΞΟΥΝ ΑΠΟ ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ;
Βασικά θέματα του έργου, ενορχήστρωση του έργου, τον τρόπο που είναι κατασκευασμένο, τα σημεία δυναμικής του, την Ρυθμική αγωγή του έργου.
Με ποιους τρόπους μπορούν οι μαθητές να εκφραστούν ακούγοντας ένα μουσικό έργο;
Σίγουρα υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορούν οι μαθητές να εκφραστούν με αφετηρία την επιλογή κάποιων μουσικών αποσπασμάτων. Αναφέρονται μερικοί που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στη σχολική τάξη όπως:
-Με τον Γραπτό λόγο(Δημιουργική Γραφή)
-Να ζωγραφίσουν αυτό που ακούνε
-Να συνδυάσουν την ακρόαση με την κίνηση
-Να συνδυάσουν την ακρόαση με δραματοποίηση (Δημιουργία Μύθου-Ρόλων και Περιβάλλοντος Δράσης)
Σημαντικός παράγοντας σε κάθε ένα από τους παραπάνω τρόπους είναι να αφήσουμε τα παιδιά ελεύθερα, να εκφραστούν και επίσης να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι εδώ, δεν αξιολογείται σωστό και λάθος. Με άλλα λόγια τους ενθαρρύνουμε με στόχο να ενεργοποιήσουν την φαντασία τους, τις αισθήσεις τους, για να μπουν σε μια κατάσταση δημιουργικής εγρήγορσης. Κοινή αρχή σε όλες αυτές τις προτάσεις έκφρασης θα μπορούσε να είναι ένα ερωτηματολόγιο με δύο μόνο ερωτήσεις:
Ερώτηση 1η: Πως αισθάνεσαι πριν το μάθημα; (Η ερώτηση αυτή οι μαθητές απαντούν αμέσως μόλις μπουν στην τάξη)
Ερώτηση 2η : Πως αισθάνεσαι τώρα; (Το ερώτημα αυτό το απαντούν οι μαθητές μετά το τέλος της δραστηριότητας λίγο πριν το τέλος της διδακτικής ώρας).
Θα πρέπει επίσης να πούμε ότι το ερωτηματολόγιο αυτό μπορεί να διανθιστεί και με άλλες ερωτήσεις που θα μπορέσουν να δώσουν μια καλύτερη συναισθηματική εικόνα της τάξης. Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας ότι όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τις μουσικές ακροάσεις έργων, το βρίσκουν δύσκολο να καθίσουν και να ακούσουν προσεκτικά. Γι αυτό θα πρέπει να συνδυάζουμε τις ακροάσεις με άλλες δραστηριότητες. Τα παιδιά θα μπορούν με απλό τρόπο αρχικά και πιο σύνθετα αργότερα να συνοδεύουν την μουσική που ακούνε με κατάλληλα κρουστά όργανα όχι καθορισμένου τονικού ύψους όπως ντέφια, τρίγωνα, Κύμβαλα κ.λπ. Με αυτό τον τρόπο οι μικροί ακροατές από παθητικοί ακροατές γίνονται ενεργοί, συμμετέχουν στο συνολικό ηχητικό αποτέλεσμα αλλά γίνεται και κάτι πιο σημαντικό. Μπορούν μέσα από την Βιωματική προσέγγιση και την ομαδοκεντρική διαδικασία να επιλέξουν τα κατάλληλα συνοδευτικά οργανάκια που θα ταιριάζουν περισσότερο στην δυναμική του έργου. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε την σημαντικότητα της δραματοποίησης του μουσικού έργου σε συνδυασμό των μουσικών οργάνων με τις κινήσεις του σώματος. (Φαντασθείτε οι μαθητές να ακούνε μια Marcia Triomfale Tannhauser και ένα πένθιμο εμβατήριο. Και τι μπορεί να κάνουν π.χ. σε μια παρέλαση με αφετηρία το άκουσμα σε συνδυασμό με τα κρουστά τους μουσικά όργανα). Τι επιτυγχάνουμε:
α) την ακουσματική τους ενσωμάτωση με το έργο
β) την ρυθμική προσέγγιση που θα αισθανθούν βαδίζοντας και παίζοντας ρυθμικά.
Ένα άλλο σημαντικό εργαλείο στην ακρόαση είναι και το οπτικό υλικό το οποίο θα μπορούσε να προβληθεί παράλληλα με το άκουσμα.
ΑΚΡΟΑΣΗ + ΟΠΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ: Συγκεκριμένα αναφέρεται η χρήση εικόνων, σλάιντς και βιντεοταινιών ειδικά όταν η μουσική είναι περιγραφική.
ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΑΚΟΥΣΟΥΝ;
Ακούν το έργο ή απόσπασμα του έργου που θα επεξεργασθούμε , μερικές φορές.
Κάθε φορά η προσοχή τους θα πρέπει να στρέφεται σε διαφορετικά στοιχεία του έργου.
Έτσι σιγά –σιγά οι μαθητές ανακαλύπτουν στο έργο και νέα στοιχεία τα οποία θα τους οδηγήσουν στην ικανοποίηση, τη χαρά και την αισθαντική συγκίνηση που προσφέρει η μουσική. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να γνωρίζει ότι η ακρόαση έργων μουσικής πρέπει να γίνεται με τρόπο φυσικό και αβίαστο, έτσι που να προκαλεί το ενδιαφέρον των παιδιών και να μην γεννά την ανία και την αποστροφή.
Τα παιδιά ευχαριστιούνται να ακούνε μουσική που έχει μερικά από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
· παρακινεί σε κίνηση
· δημιουργεί καθαρή και σαφή ψυχική διάθεση
· έχει μελωδίες που εύκολα τραγουδιούνται
· συνδυάζει όμορφα ηχοχρώματα
· συνδυάζεται με μια ιστορία ή φέρνει ένα μήνυμα.
Εδώ θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι ενημερωμένος για την ποικιλία της μουσικής που ακούγεται στο περιβάλλον των παιδιών όπως η λαϊκή μουσική, η παραδοσιακή μουσική, η ποπ μουσική, κ.λπ . Όλα αυτά είναι καλό να ακούγονται μέσα στην τάξη με κριτικό και συγκριτικό πνεύμα και να ξεχωρίζεται το έργο ποιότητας από το ασήμαντο και κακότεχνο. Αρκετά από αυτά που αναφέρθηκαν και αναλύθηκαν σ’ αυτό το δοκίμιο έχουν δοκιμαστεί με μικρή ή μεγάλη επιτυχία μέσα στην σχολική τάξη.
Παραμένει πάντα όμως ο εξής προβληματισμός: « Ποιος είναι ο τελικός σκοπός όλης αυτής της διαδικασίας που συνοπτικά αναφέρθηκε;» Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν επιδιώκεται οι μαθητές να αναθεματίσουν το οποιοδήποτε είδος μουσικής και να ακούνε μόνο αυτό που ονομάζουμε Κλασική Μουσική. Δεδομένου του γεγονότος ότι στην εφηβική ηλικία, ασχέτως το τι ακούνε τα παιδιά δεν έχουν ακόμα καταλήξει στο ακριβές μουσικό είδος που απόλυτα τους εκφράζει, είναι μια ευκαιρία μέσα στην ακουστική γκάμα που μπορεί να δημιουργηθεί στην σχολική τάξη να ορισθούν κάποια στοιχεία αυτής της μουσικής. Όμως ούτε αυτό μπορεί να είναι ο τελικός σκοπός. Ο τελικός σκοπός είναι πιο γενικός και είναι η συμβολή μας στην συναισθηματική εκπαίδευση. (Η συναισθηματική εκπαίδευση αναφέρεται σε όλες τις ικανότητες που αποτελούν τη συναισθηματική νοημοσύνη. Δηλαδή να αναπτυχθεί η ικανότητα του ατόμου να εκφράζει και να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του , να αντιμετωπίζει δημιουργικά τις αντιξοότητες και να επιδεικνύει κατανόηση προς άλλους. Η συναισθηματική νοημοσύνη περιλαμβάνει ιδιότητες όπως αυτογνωσία, αυτοπεποίθηση, αυτοέλεγχο). Οι παραπάνω ιδιότητες αλλά και άλλες όπως η δημιουργική φαντασία, η αυτοεκτίμηση, σε συνδυασμό με την βιωματική έκφραση μπορούν να μας οδηγήσουν να πάμε μαζί με τους μαθητές μας ένα βήμα πιο κάτω.
5) Τα μουσικά παιχνίδια είναι δραστηριότητες που οργανώνονται για ψυχαγωγικούς και ψυχοκινητικούς σκοπούς και εμπλέκουν κίνηση και μουσική. Γνωστά τέτοια παιχνίδια είναι οι ‘μουσικές καρέκλες’, η ‘βάρκα βαρκούλα’, το ‘περνά περνά η μέλισσα’ κ.α. Αυτά τα παιχνίδια εξυπηρετούν βέβαια πάντα και κοινωνικούς σκοπούς, συμβάλλουν δηλαδή στην κοινωνικοποίηση των παιδιών εφόσον ο ρόλος του άλλου είναι σημαντικός, και χωρίς να συνεργαστεί δεν μπορεί να παίξει. Σε παιδιά 3 και 4 ετών τα μουσικά παιχνίδια έχουν πολύ πιο απλή μορφή και λιγότερες απαιτήσεις απ’ ότι εκείνα που οργανώνονται σε 5χρονα. Π.χ. Στα 3χρονα μπορούμε να ζητήσουμε να χτυπάνε το τριγωνάκι 2 φορές με τη σειρά ή να χτυπάνε παλαμάκια όταν ακούνε μαράκες, ή να μένουν ακίνητα στο άκουσμα του μεταλλόφωνου. Αλλά αυτά δεν τους ζητάμε να τα κάνουν στο ίδιο παιχνίδι γιατί δεν είναι δυνατόν να θυμούνται 3 πράγματα μαζί. Αντίθετα στα 5χρονα μπορούμε να ζητήσουμε κάτι τέτοιο. Όσο πιο μεγάλο είναι το παιδί τόσο αυξάνεται η πρόκληση.
Για να κάνουμε, λοιπόν, σωστή επιλογή, πρέπει να υπολογίσουμε τα χαρακτηριστικά και τον τύπο της ομάδας με την οποία εργαζόμαστε. Τα κριτήρια είναι: μέγεθος και σύνθεση της ομάδας, ηλικία αυτών που συμμετέχουν, επίπεδο ενδιαφέροντος προς τη μουσική, κοινωνικό επίπεδο, φυσική κατάσταση και διανοητικό επίπεδο. Είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι δε θα πρέπει να ξεκινήσουμε με παιχνίδια βασισμένα στη συγκέντρωση σε μια ομάδα πολύ μικρών παιδιών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα παιχνίδια δράσης και κίνησης ταιριάζουν καλύτερα, τουλάχιστον για την αρχή. Για την επιλογή ενός παιχνιδιού είναι καθοριστικοί διάφοροι εξωτερικοί παράγοντες όπως π.χ. η ώρα της ημέρας που θα γίνει το παιχνίδι (θα είναι μια κουραστική μέρα ή όχι), οι δυνατότητες του χώρου καθώς και τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας. Ακόμη πρέπει να υπολογίσουμε τη δομή του ίδιου του παιχνιδιού και την ψυχολογική κατάσταση της ομάδας. Ως προς το θέμα της δομής υπάρχουν 2 μεγάλες κατηγορίες: Τα ανοιχτά και τα κλειστά παιχνίδια. Τα κλειστά έχουν σταθερή και αυστηρή δομή με ακριβείς κανόνες που δεν μπορούμε να τους παραβούμε. Ταιριάζουν καλύτερα στα μικρά παιδιά που έχουν ανάγκη από συγκεκριμένα όρια. Τα ανοιχτά παιχνίδια έχουν μεγαλύτερη ελαστικότητα. Αυτός ο τύπος παιχνιδιών δίνει περισσότερες δυνατότητες για ατομική συμμετοχή.
Για ένα μουσικό παιχνίδι δεν είναι απαραίτητο να έχουμε μουσική. Μπορεί να έχουμε μόνο ήχους. Π.χ. στο παιχνίδι ‘μουσική μνήμη’ κάθε παιδί βγάζει έναν ήχο (ας πούμε χτυπάει μια φορά το τραπέζι). Το επόμενο παιδί βγάζει τον ήχο του προηγούμενου συν έναν δικό του (χτυπάει μια φορά το τραπέζι και μετά παλαμάκια). Το τρίτο παιδί θυμάται τους ήχους των προηγούμενων και προσθέτει έναν δικό του (χτυπάει το τραπέζι, μετά παλαμάκια, και μετά ένα χτύπημα στο ξυλόφωνο), κ.ο.κ.
Εκτός από ήχους μπορεί να έχουμε τραγούδι των ίδιων των παιδιών όπως στο ‘περνά περνά η μέλισσα.’ Μπορεί να έχουμε ένα συγκεκριμένο τραγούδι στο κασετόφωνο όπως στο παιχνίδι ‘βάρκα βαρκούλα’ ακούγεται το παιχνιδοτράγουδο ‘ψαράς’.
Ένα μουσικό παιχνίδι έχει δομή πάντα, δηλαδή αρχή, μέση και τέλος. Δεν ξεκινάμε απότομα δίνοντας οδηγίες στα παιδιά. Ξεκινάμε με αφόρμηση, δηλαδή εισαγωγή-προετοιμασία των παιδιών. Πριν παίξουμε προετοιμάζουμε τα παιδιά γι αυτό που θα ακολουθήσει διαβάζοντας ένα παραμύθι, συζητώντας για το θέμα του παιχνιδιού στον κύκλο, γενικά με οποιοδήποτε τρόπο μπορούμε να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον τους ώστε να εισαχθούν ομαλά στο παιχνίδι. Η αφόρμηση συνήθως παραλείπεται στα πολύ μικρά παιδιά του παιδικού σταθμού όπου γίνεται κυρίως φύλαξη. Αλλά είναι απαραίτητη στο νηπιαγωγείο.
Ακολουθεί, ως κυρίως μέρος, η δραστηριότητα που πρέπει να είναι κοντά στα ενδιαφέροντα και τα βιώματα των παιδιών και να τα διασκεδάζει. Αν δεν δείχνουν ενδιαφέρον δεν κάνουμε τη δραστηριότητα μόνο και μόνο επειδή την έχουμε προγραμματίσει εμείς. Φυσικά πάντα δίνονται απλές οδηγίες του παιχνιδιού και με κατανοητό τρόπο στα παιδιά, αλλιώς δεν έχει νόημα η οποιαδήποτε προσπάθεια αν δεν έχουν καταλάβει πώς παίζεται το παιχνίδι.
Ακολουθεί η αξιολόγηση που γίνεται πάντα από την παιδαγωγό και απαιτεί να απευθύνει ερωτήσεις στον εαυτό της σχετικά με την επιτυχία της δραστηριότητας που μόλις έγινε. Π.χ ανταποκρίθηκαν τα παιδιά; Τους άρεσε το παιχνίδι; Τι θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά την επόμενη φορά; Καταγράφει τις απαντήσεις για να ανατροφοδοτεί τη δράση της. Αν έχει 5 ετών παιδιά ρωτάει και τα ίδια αν τους άρεσε, τι τους άρεσε κλπ. Τα πιο μικρά δεν έχουν αναπτύξει αρκετά τη γλωσσική τους έκφραση και την κριτική ικανότητα ώστε να απαντήσουν σε τέτοιου είδους ερωτήσεις.
Έχουμε εδώ και την αυτοαξιολόγηση της παιδαγωγού όταν τελειώσουν όλα τα παραπάνω βήματα. Κάνει αυτοκριτική, αν έκανε όσο καλύτερα μπορούσε τη δουλειά της, τι υλικά χρησιμοποίησε, πώς φέρθηκε στο κάθε παιδί κλπ.
6) Οι μελωδικές και ρυθμικές επενδύσεις είναι κάτι που δεν μπορεί να λείπει από κανένα νηπιαγωγείο. Λίγο πολύ όλες οι παιδαγωγοί εφαρμόζουν την παθητική μουσική ακρόαση όταν βάζουν στο κασετόφωνο μια οποιαδήποτε μελωδία ενώ τα παιδιά ζωγραφίζουν, την ώρα του πρωινού, μετά από μια κουραστική ψυχοκινητική δραστηριότητα για να ηρεμίσουν κλπ. Τότε έχουμε μελωδική επένδυση. Δεν αποκλείεται βέβαια να έχουμε μελωδική επένδυση σε μια ενεργητική ακρόαση, όταν καλούνται τα παιδιά να ξεχωρίσουν πότε ακούνε βιολί και πότε πιάνο μέσα σε μια μελωδία, όταν ακούγοντάς την κλείνουν τα μάτια και επινοούν μια ιστορία που θα διηγηθούν μετά στους άλλους, όταν ‘παίζουν’ το δικό τους αυτοσχέδιο θεατρικό υπό τους ήχους της μελωδίας κλπ.
[Στη μουσική, μελωδία λέγεται η σειρά από νότες διαφορετικής αξίας και διαφορετικής οξύτητας που τις τραγουδάμε ή τις παίζουμε με τα διάφορα μουσικά όργανα. Ρυθμός είναι η σειρά από νότες με τις διαφορετικές αξίες τους οι οποίες αποτελούν ένα μουσικό κομμάτι.]
Η ρυθμική επένδυση έχει συνδυαστεί με την ενεργητική ακρόαση. Εδώ ανήκουν τα παιχνιδοτράγουδα και οποιοδήποτε άλλο άκουσμα δίνει στα παιδιά την ευκαιρία να εκφραστούν με το σώμα τους. Χρησιμοποιώντας τον ρυθμό που έχουν οι λέξεις αλλά και με ρυθμικά χτυπήματα, βοηθάμε τα παιδιά να αναπτύξουν την αίσθηση του ρυθμού και το ρυθμικό τους λεξιλόγιο, αυξάνοντας ταυτόχρονα και την συγκέντρωση τους για ακρόαση. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και κατάλληλες καρτέλες.
Η ρυθμική αγωγή που απευθύνεται στο παιδί σαν σύνολο σωματικό, ψυχικό και πνευματικό, σπάει τα δεσμά των γυμναστικών ασκήσεων, των συγκεκριμένων τεχνικών χορού (μπαλέτο κ.α.) ή των μιμητικών κινήσεων που συνοδεύουν τα παιδικά τραγούδια. [Στη μουσική, ρυθμική αγωγή (tempo) ονομάζεται ο βαθμός βραδύτητας ή ταχύτητας με τον οποίο εκτελούμε ένα μουσικό κομμάτι]. Η ρυθμική παίρνει την έννοιά της από τη λέξη ρυθμός. Ο ρυθμός δεν είναι κάτι αφηρημένο, είναι η ίδια η ζωή. Ο ρυθμός είναι η δύναμη που ενώνει την φωνή, τη μουσική και την κίνηση. Σε αυτή την πρωταρχική αλήθεια έχουν στηριχθεί όλα τα μουσικοκινητικά συστήματα. Το κάθε μουσικοκινητικό σύστημα διέπεται από κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αφορούν τον τρόπο προσέγγισης των δύο αυτόνομων τεχνών, της Μουσικής και της Κίνησης. Με τη ρυθμική αγωγή προσεγγίζουμε το ρυθμικό στοιχείο που διέπει τη ζωή μας, ενώ μας φέρνει σε επαφή με τον κόσμο των αισθητικών μορφών. Η σημασία της ρυθμικής είναι καθοριστική για την ανάπτυξη του παιδιού της προσχολικής ηλικίας διότι παρέχεται στο παιδί η δυνατότητα να βιώσει το ρυθμό, δηλαδή τη δύναμη που ενώνει τη φωνή, τη μουσική και την κίνηση. Έτσι αναπτύσσει τις μουσικές και κινητικές δεξιότητές του, ενώ παράλληλα κοινωνικοποιείται, εκτονώνεται και χαλαρώνει μέσα από τον αυτοσχεδιασμό, τη δημιουργία και τη συνεργασία.
Καθήκον της παιδαγωγού είναι να ευαισθητοποιήσει τα παιδιά ως προς την έννοια του ρυθμού. Γι αυτό το επίπεδο που θα χουν οι ασκήσεις ευαισθητοποίησης πρέπει να φροντίσει να καθορίζεται από την ηλικία και το βαθμό εξοικείωσης των παιδιών με το ρυθμό. Παραδείγματα τέτοιων ασκήσεων είναι: για αρχή οι απλές ζωηρές κινήσεις σε «καθρέφτη» και στη συνέχεια σε «ηχώ». Καθισμένα τα παιδιά σε κύκλο με ένα μικρό κρουστό το καθένα, λένε διαδοχικά το όνομά τους χτυπώντας ανάλογα το μουσικό όργανο που κρατάνε. Κάθε παιδί προτείνει ένα απλό και μικρό μοτίβο με το όργανό του και όλη η ομάδα απαντά κάθε φορά σε «ηχώ». Ένα παιδί κινείται ελεύθερα στη μέση του κύκλου και τα υπόλοιπα το συνοδεύουν ηχητικά με τα όργανά τους. Τα παραδείγματα σταματούν εκεί που τελειώνει η φαντασία μας.
7) Η μίμηση και η δραματοποίηση είναι επίσης βασικά στοιχεία της μουσικοκινητικής αγωγής. Με τη μίμηση το παιδί μπαίνει στον κόσμο των ενηλίκων καθώς αντιγράφει τις κινήσεις των μεγάλων και τη συμπεριφορά τους. Όλα τα παιδιά μιμούνται τον τρόπο που στέκεται η δασκάλα, η μαμά, τον τρόπο που μιλάνε κλπ. Γι αυτό είναι τόσο σημαντικό τα πρότυπά του να δίνουν το καλό παράδειγμα. Π.χ Η παιδαγωγός ή και η μαμά τους, τους λέει ότι είναι βλαβερό να καπνίζουν, είναι κακή συνήθεια και τους μιλούν για το κακό που κάνει ένα τσιγάρο στο σώμα τους, αλλά όταν κάνουν διάλειμμα τρέχει η παιδαγωγός στην αυλή να ανάψει τσιγάρο! Τα παιδιά στο διάλειμμα τη βλέπουν να καπνίζει, ενώ η ίδια τους έλεγε πριν λίγο ότι δεν πρέπει να το κάνουν! Εκτός του ότι χάνει την αξιοπιστία της ως παιδαγωγός και το σεβασμό των παιδιών, το σημαντικό είναι ότι τα παιδιά, που μιμούνται όσα κάνουν οι μεγάλοι, παίρνουν το αντίθετο μήνυμα απ’ αυτό που ήθελε να τους περάσει η παιδαγωγός. Γιατί οι πράξεις μιλούν κι επηρεάζουν περισσότερο από τις λέξεις. Τόσο σημαντική είναι ‘η μίμηση’ γενικά.
Μιμική είναι η τέχνη του να περιγράφονται καταστάσεις ή και να εκφράζονται σκέψεις ή συναισθήματα με τη γλώσσα του προσώπου, του σώματος, των κινήσεων και των χειρονομιών. Είναι στοιχειώδης γλώσσα για το παιδί και αποτελεί κύριο μέσο επικοινωνίας με το περιβάλλον του. Τα παιδιά ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν και τη φαντασία τους. Μπορεί να προτείνουν μόνα τους τις κινήσεις που να έχουν και μιμητικό χαρακτήρα .π.χ. κινήσεις ζώων, πουλιών ανθρώπινων χαρακτήρων ή και ήχους μηχανών π.χ τρένο, αεροπλάνο.
Κατά τη μίμηση προσεγγίζουν το περιεχόμενο του τραγουδιού με κινήσεις και ήχους που πλησιάζουν την πραγματικότητα. Π.χ. μιμούνται φωνές και κινήσεις ζώων σύμφωνα πάντα με το τραγούδι που τους δίνουμε. Ένα παράδειγμα τέτοιων απλών τραγουδιών είναι ‘το βατραχάκι’: ‘Ένα βατραχάκι τόσο δα μικρό, τι βουτιές που κάνει μέσα στο νερό’, ή ‘το αρκουδάκι’:
‘Αρκουδάκι μικρό και παχουλό
πάει να περπατήσει μέσα στον αγρό
όλα ειν’ ωραία, γύρω τα κλαριά
θέλει να τα πιάσει μακατρακυλά.
Τραλαλά, μα κατρακυλά,
Τραλαλά, μα κατρακυλά’.
Και άλλα παρόμοια που συνήθως έχουν ως ήρωες ζωάκια ώστε τα παιδιά να ‘παίζουν’ εύκολα το βατραχάκι ή το αρκουδάκι κλπ κάνοντας ό,τι λέει το τραγούδι, δηλαδή να μιμούνται τις κινήσεις των ζώων.
Η μιμική / παντομίμα, όπως και η εκφραστική κίνηση, συνδέεται με τη σιωπηλή δραματοποίηση. Έμφαση δίνεται στους μορφασμούς του προσώπου και τις ακριβείς χειρονομίες που γίνονται αντικείμενο μίμησης. Το σώμα το ίδιο είναι αυτό που πρέπει να τραβήξει την προσοχή του κοινού και όχι τα σκηνικά.
Η δραματοποίηση απ’ την άλλη μεριά, έχει το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού. Είναι δράση ποιητική που προτρέπει σε δημιουργικότητα. ’Δραματοποιούμε’ ένα τραγούδι όταν το ζωντανεύουμε παίρνοντας ο καθένας ένα ρόλο κι αυτοσχεδιάζοντας, ή ακόμα στήνοντας μια μικρή θεατρική παράσταση. Δραματοποίηση είναι ένα είδος παιχνιδιού προσποίησης, όπου τα παιδιά χρησιμοποιούν αντικείμενα και υποδύονται ρόλους άλλοτε με φανταστικό και άλλοτε με πιο ρεαλιστικό τρόπο. Η ομαδική δραματοποίηση που ονομάζεται και κοινωνική δραματοποίηση, είναι ένα είδος εξεζητημένου παιχνιδιού για τα μικρότερα παιδιά. Στην κοινωνική δραματοποίηση τα παιδιά σκέφτονται, μιλούν και δρουν συμβολικά και πάντα σε σχέση με τους άλλους. Κάθε παιδί που συμμετέχει σε ένα παιχνίδι κοινωνικής δραματοποίησης είναι υποχρεωμένο να προσαρμόσει αυτά που λέει ή κάνει ανάλογα με τη στάση του συμπαίκτη του. Παρέχει στα παιδιά τα θεμέλια πάνω στα οποία θα στηρίζουν μια σειρά δεξιοτήτων που θα χρειαστούν αργότερα στη ζωή τους. Γενικά, η δραματοποίηση έχει πλεονεκτήματα: στη γνωστική ανάπτυξη, την κοινωνική και συναισθηματική, τη σωματική, γλωσσική ανάπτυξη, και βέβαια στη δημιουργικότητά τους